νευροπαθητικός

νευροπαθητικός
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους νευροπαθείς ή στη νευροπάθεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια, λ., πρβλ. αγγλ. neuropathic < νευροπαθής + κατάλ. -ικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • νευροπαθητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη νευροπάθεια: Νευροπαθητική κατάσταση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”